-
1 μίσημα
A object of hate, of persons,ὦ δύσθεον μ. S.El. 289
: c. gen. pers.,σωφρόνων μισήματα A. Th. 186
;μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73
: c. dat.,μ. πᾶσιν E.Hipp. 407
. -
2 μύσημα
μύσημα, τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; Soph. El. 281 nennt Klytämnestra die Electra so; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ ϑεῶν Ὀλυμπίων, Aesch. Eum. 73; Spt. 168; πᾶσιν μίσημα, Eur. Hipp. 407.
См. также в других словарях:
μίσημα — μίσημα, τὸ (Α) [μισώ] (για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ. β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek